καβούρας, της
Ερμηνεία:
η καβούρα (η καβουρομάννα, κάβουρας μεγάλου μεγέθους)
Ετυμολογία:
<( Αριστοτέλης) ο κάραβος (μεγάλη καραβίδα) < μετά από αντιμετάθεση κάβουρας, βλ. παγούρι]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… παγούρι φυσικόν, από ποδάρι τεραστίας καβούρας…[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|